οργανωτικός

οργανωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργάνωση: Οργανωτική δουλειά.
2. ο ικανός, ο κατάλληλος να οργανώνει: Έχει οργανωτικές ικανότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οργανωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργάνωση ή είναι κατάλληλος να οργανώσει κάτι («οργανωτικό πνεύμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η οργανωτική (κοινων.) η επιστήμη που ερευνά τα οργανωτικά φαινόμενα και αποσκοπεί στη διατύπωση αρχών και κανόνων… …   Dictionary of Greek

  • οργανιστικός — ή, ό οργανωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”