- οργανωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργάνωση: Οργανωτική δουλειά.2. ο ικανός, ο κατάλληλος να οργανώνει: Έχει οργανωτικές ικανότητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.